- ἀνθήεις
- ἀνθήεις, εσσα, εν,A bright-coloured, βασιλίσκος Marcell.SId.26;
σάλπη Id.30
;κίστος Ruf.
ap. Gal.12.425.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάλπη Id.30
;κίστος Ruf.
ap. Gal.12.425.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνθήεις — ἀνατίθημι lay upon aor subj act 2nd sg (epic) ἀνθήεις bright coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθήεντος — ἀνθήεις bright coloured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
κακανθήεις — κακανθήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει δηλητηριώδη άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(o) * + ἀνθήεις «ανθηρός»] … Dictionary of Greek